- σοφόκλειος
- -α, -ο / σοφόκλειος, -οκλεία, -ον, ΝΑ [Σοφοκλῆς]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σοφοκλή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σοφόκλειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοφοκλείων — Σοφόκλειος fem gen pl Σοφόκλειος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοφόκλειον — Σοφόκλειος masc acc sg Σοφόκλειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοφοκλείου — Σοφόκλειος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοφοκλείῳ — Σοφόκλειος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοφόκλεια — Σοφόκλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)